- εχμάτιο
- το [έχμα]ναυτ.1. (υποκορ. τού έχμα) μικρό έχμα, μικρός μπότσος2. πλεκτή ζώνη με την οποία στερεώνεται η λέμβος στις επωτίδες ή στους υποστάτες, το μποτσέλο.[ΕΤΥΜΟΛ. εχμάτ-ιον (< έχμα, έχματ-ος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.